σφαγεῖς

σφαγεῖς
σφάζω
slay
aor subj pass 2nd sg (epic)
σφαγεύς
slayer
masc acc pl
σφαγεύς
slayer
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφαγείς — σφάζω slay aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάξ — Πόλη και λιμάνι της Τυνησίας, πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας. Είναι χτισμένη κοντά στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης Ταπαρούρα και αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας. Έχει αξιόλογη βιομηχανία, κυρίως υπερφωσφορικών… …   Dictionary of Greek

  • σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… …   Dictionary of Greek

  • υποσφάξ — άγος, ἡ, Α άνοιγμα, σχισμή, όμοια με το σημείο τού λαιμού ζώου, όπου γίνεται η σφαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σφάξ* (Ι) «ο τράχηλος τών ζώων, στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι»] …   Dictionary of Greek

  • σφαγέας — ο 1.χασάπης. 2. μτφ., αυτός που σφάζει, που εξοντώνει πολλούς: Κανένας δεν τιμώρησε τους σφαγείς των άοπλων παιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”